Το σπίτι μου και οι διακοπές μου. Εσύ.

Κι όταν σε κοιτάω
στα μάτια, βλέπω το σπίτι μου.

Αυτό το ηλιόλουστο σπίτι, ξέρεις,
με τον κήπο που πάντα ήθελα.
Πόσο το ‘θελα! Ούτε εγώ δεν ήξερα!
Που είναι το καταφύγιο
και η φωλιά μου.
Βλέπω το τζάκι να καίει το χειμώνα
και η φλόγα του με ζεσταίνει μέχρι το κόκκαλο.
Νιώθω το καλοκαιρινό αεράκι
να μοσχοβολάει από τα πιο όμορφα λουλούδια και να μου
ανακατεύει τις μπούκλες.

Κι όταν σε κοιτάω
στα μάτια, βλέπω και τις διακοπές μου.

Τις πιο τρελλές.
Τις πιο ανέμελλες.
Τις πιο αξέχαστες.
Τη θέα από το πιο ψηλό βουνό
που ανέβηκα ποτέ μου.
Κι ας κουράστηκα τόσο για να φτάσω.
Τί αίσθηση! Τί ελευθερία!
Έχω την γεύση από το θαλασσινό αλάτι στα χείλη και το ηλιοκαμμένο μου δέρμα να λαχταράει σαν τρελλό το άγγιγμά σου.

Όταν σε κοιτάω στα μάτια,
ακόμα, η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά.

Γιατί σ’εκείνα τα βαθιά καστανά μάτια σου,
που για τους πολλούς είναι συνηθισμένα,
μα για μένα μοναδικά,
που πολλοί τα ‘δαν,
αλλά ελάχιστοι στάθηκαν ικανοί να τα μεταφράσουν,
βλέπω την πολυπόθητη, τόσο αργοπορημένη, ασφάλειά μου
και την μεγαλύτερη εφηβική περιπέτειά μου.

Κι εγώ…
Έχω τόση ανάγκη από τρυφερή οικειότητα.
Έχω τόση ανάγκη από ιλιγγιώδη κίνδυνο.
Κι εγώ…
Σ’ έχω ανάγκη.
Εσένα. Ολόκληρο._