Τα μεγάλα μου “θέλω” κρέμονται από χρυσές λεπτές κλωστούλες._

Ήταν λίγο περίεργο γιατί
είχα λίγα αλλά σημαντικά μεγάλα “θέλω”.
Και όταν αποφασίζω ότι θέλω κάτι,
χωρίς απαραίτητα να το διεκδικώ με τον πιο δόκιμο τρόπο,
το υπηρετώ μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος.
Μέχρι να στραγγίξω.
Και δεν τα αλλάζω τα “θέλω” μου εύκολα… Αλλά όταν αποδειχθεί αναγκαίο,
το κάνω απότομα.

Είχα σημαντικά μεγάλα “θέλω” και τα είχα κρεμάσει
από χρυσές λεπτές κλωστούλες.
Να τα κοιτάω, να τα χαζεύω, να τα θαυμάζω.
Να τα βλέπω και να οραματίζομαι τη επίτευξή τους.
Και να μυρίζω, σχεδόν, την αίσθηση της κατάκτησης τους.

Τη μέρα, ο ήλιος έπεφτε πάνω στις ίνες των χρυσαφένιων μου κλωστών,
που περίτεχνα είχα δέσει,
και έλαμπαν,
και αντανακλούσαν λάμψη στους τοίχους.
Πόσο πάντα μου άρεσαν οι αντανακλάσεις που κάνει ο ήλιος…
Από παιδί έπαιζα με αυτές!

Το βράδυ όμως έπιανε αέρας και οι χρυσές κλωστούλες δεν φαίνονταν,
και φυσούσε αέρας και τις έμπλεκε…
Και έβαλε ψύχρα, ενώ εγώ ήμουν με ένα κοντομάνικο από το πρωί
ξεχασμένη παίζοντας με τις αντανακλάσεις του ήλιου και τα “θέλω” μου που τα καμάρωνα.

Και όσο μπλέκονται οι κλωστές μου,
μπερδεύονται και τα “θέλω” μου.
Και εγώ, με ένα κοντομάνικο μόνο,
λουσμένη σε βαθύ σκοτάδι,
έμεινα να τα κοιτάω σχεδόν με τρόμο
να χτυπάνε το ένα πάνω στο άλλο.
Και αναρωτιέμαι, φταίει ο αέρας που τα έμπλεξε,
ή εγώ δεν τα έδεσα σωστά;
Και τελικά, όποιος και αν έφταιξε,
θα αντέξουν τα “θέλω” μου ή θα σπάσουν και αυτή τη φορά;
Δεν ξέρω να σου πω…

Τα μεγάλα μου “θέλω” κρέμονται από χρυσές λεπτές κλωστούλες._