“Σε προσέχω εγώ”.

Σε προσέχω.
Σε καλημερίζω κάθε μέρα.
Σε καληνυχτίζω κάθε νύχτα.
Ακόμα κι αυτές
που φοβάμαι ότι έχεις συννεφιές.

Σε προσέχω.
Σε αφουγκράζομαι
σε κάθε λέξη σου
να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά.
Σε διερευνώ εξονυχιστικά
ώστε να σιγουρευτώ
ότι είσαι ήρεμη.
Κι αν ψυχανεμιστώ ότι δεν είσαι,
ψαχουλεύω μέσα σου μέχρι να
μου πεις τί σου συμβαίνει και
πώς νιώθεις.
Και συζητάω μαζί σου μέχρι να βρουμε λύση μαζί
ή να σε αποσυμφορίσω
και να σε καθησυχάσω.

Σε προσέχω.
Σε ρωτάω πώς ήταν η μέρα σου.
Αν έφαγες και τί.
Τί ώρα ξύπνησες.
Αν νυστάζεις.

Σε προσέχω.
Κάνω ό,τι μπορώ για να γελάς.
Να είμαι το κομμάτι που έλειπε
από το παζλ της ζωής σου για να΄σαι ευτυχισμένη.

Σε προσέχω.
Δεν θέλω να σε βαραίνω.
Να σε στριμώχνω.
Να σε ταλαιπωρώ.
Δεν διανοούμαι καν ότι σε στενοχωρώ.

Σε προσέχω.
Προσπαθώ με κόπο
και μερικές φορές χωρίς τρόπο
να αντισταθώ σε ό,τι προσπαθεί
να μοιάσει με εμπόδιο μπροστά
στο, ανεκτίμητης αξίας,
δικό μας “μαζί”.

Σε προσέχω.
Σ’ έχω έννοια.
Σ’ έχω ανάγκη.
Σ’ έχω ψηλά.
Σ’ έχω ξεχωρίσει.
Σ’ έχω αναγνωρίσει ως την ταιριαστή μου.
Σ’ έχω σε εκτίμηση.
Σου έχω σεβασμό.
Σε έχω μαζί μου, ακόμα κ όταν δεν είσαι δίπλα μου.

“Σε προσέχω εγώ”, της είπε.
Και μεσα σ’ αυτά τα δώδεκα γράμματα κρύφτηκαν τα τόσα πεπραγμένα του.

“Σε προσέχω εγώ”, της είπε.
Κ εκείνη δεν είχε ξανακούσει ποτέ της αυτά τα δωδεκα γραμματα
βουτηγμένα σε τόση αγάπη.

“Σε προσέχω εγώ”, της είπε.
Κ με δώδεκα μόνο γράμματα,
ξεστομισμένα από την βαθιά φωνή του,
ένιωσε ασφάλεια. Για πρώτη φορά.
Κ ότι ο Ένας της αναλαμβάνει
την ευθύνη του να είναι καλά εκείνη.

“Σε προσέχω εγώ”, της είπε.
Σ’ εκείνη,που δεν είχε ακούσει ποτέ παρά “Πρόσεχε”.
Που ήταν προσταγή και
παράδοση αποποιημένης ευθύνης.

”Σε προσέχω εγώ”, της είπε.
Και για πολλοστή φορά της επιβεβαίωσε
πόσο ξεχωριστή είναι η ένωσή τους.
Και πόσο πολύτιμος θα της είναι πάντα.
Για το δικό τους, μοναδικό, πάντα.
Που μπορεί να ‘ναι μόνο τώρα.
Μπορεί και κάτι παραπάνω από μια αιωνιότητα.

“Σε προσέχω εγώ”._