Ν’ ακουμπάω θέλω…

Η αλήθεια είναι ότι άργησα πολύ
να μάθω να ακουμπάω.
Δεν θυμάμαι αν ποτέ πραγματικά προσπάθησα να το κάνω
και δεν το πέτυχα.
Ή αν μέσα μου ήξερα ότι δεν πρέπει να
το προσπαθήσω καν,
διότι δίπλα μου είχα πέτρες βραχώδεις
και τραχιές που αν αφηνόμουν σε εκείνες
αφ’ενός θα πληγωνόμουν κι
αφετέρου η χαμηλή θερμοκρασία τους
θα έριχνε στους μείον τους δικούς μου βαθμούς σώματος.
Ή ίσως και να με θεωρούσα πολύ “βαρυά” για να ακουμπήσω κάπου χωρίς να προκαλέσω κακό.

Πάντως άργησα πολύ να μάθω να ακουμπάω.
Αυτό που κέρδισα είναι ότι έμαθα να μπορώ.
Με θεωρούσα σχεδόν υπόχρεη να μπορώ πάντα.
Με τον δύσκολο τρόπο μεν, αλλά έμαθα να μπορώ σχεδόν τα πάντα. Μόνη μου.
Το κακό ήταν ότι αυτός ο δρόμος είχε πολλή μοναξιά.
Κι ήταν το δύσβατο μονοπάτι. Το κακοτράχαλο. Με πολλή ανηφόρα.
Πολύ κουραστικό.

Αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω είναι να κρεμιέμαι.
Να επιβάλλομαι. Να υποχρεώνω άλλους.
Να φορτώνομαι. Να ξεφορτώνω το βάρος μου πάνω τους λες κι είμαι σκουπιδιάρικο σε χωματερή.
Να κρεμιέμαι λες κι είμαι άψυχο σαρκίο σε τσιγκέλι μαυσωλείου.
Δεν ξέρω καν πώς γίνεται όλο αυτό.
Δεν διανοούμαι καν να το κάνω.
Ούτε στους άλλους που δεν μου χρωστάνε τίποτα, κι ας υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι όλος ο κόσμος τους χρωστάει να τους υπηρετεί. Εγώ ξέρω ότι κανείς δεν μου χρωστάει τίποτα.
Μα ούτε και σε μένα μπορώ να ορίσω τέτοιο ξεπεσμό και αναξιοπρέπεια.
Δεν το καταδέχομαι για μένα τέτοιο χάλι.
Κι ας επιλέγω τον δύσκολο δρόμο. Μόνο αυτόν βλέπω.

Τουλάχιστον έμαθα να ακουμπάω, έστω κι αργά.
Και θέλω να ακουμπάω πια, το έχω ανάγκη.
Μα να κρεμιέμαι, όχι! δεν το καταδέχομαι εγώ για μένα._