Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια
ήθελα πάντα…
Να ανησυχούν για μένα.
Δεν με ένοιαζε αν θα ‘ταν μαύρα, πράσινα, μπλε, κίτρινα ή κόκκινα…
Δεν είχε ποτέ σημασία.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια…
Να σκαλίζουν τα δικά μου μάτια,
διανοίγοντας το τραχύ μονοπάτι
προς το μυαλό και την ψυχή μου.
Για να δουν τί συμβαίνει εκεί μέσα.
Αν είμαι καλά.
Αν έχω γαλήνη.
Αν φοβάμαι.
Αν αγχώνομαι.
Αν στενοχωριέμαι.
Αν ξενερώνω.
Αν χαλιέμαι.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια…
Να διαπερνούν ολόκληρη την ύπαρξή μου.
Να με εξετάζουν εξονυχιστικά.
Να με μεταφράζουν σε κοινή γλώσσα.
Να με καταλαβαίνουν ως εαυτόν.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια…
Να με ζεσταίνουν & με δροσίζουν.
Να μου ανεβάζουν τους παλμούς & μου κόβουν την ανάσα.
Να με χαϊδεύουν & με ταρακουνάνε.
Να με μαγεύουν & με επαναφέρουν στην -δική μας, ίδια- φανταστική πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα.
Να με ταξιδεύουν, μα να ξέρω που αν-οίκω.
Κάθε στιγμή.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια…
Να τρεμοπαίζει η φλόγα μέσα τους,
μα να’ναι ικανά να ανάψουν φωτιές.

Μονάχα ενα ζευγάρι μάτια ήθελα πάντα.
Και βρήκα τα δικά σου.

Που δεν είναι μαύρα,
αλλα έχουν μέσα τους τη σκοτεινιά όλου του κόσμου μου.

Που δεν είναι πράσινα,
αλλά είναι τα απέραντα λιβάδια μου για να τρέχω ανέμελα
και να χαχανίζω, καθώς ο αέρας μου ανακατεύει τις μπούκλες.

Που δεν είναι μπλε,
αλλά έχουν μέσα τους,
όλες τις ήρεμες θάλασσες που θέλω να κολυμπήσω.

Που δεν είναι κίτρινα,
μα έχουν όλο το φως του ήλιου σου
και όλη τη ζεστασιά της άνοιξής μου.

Που δεν είναι κόκκινα,
μα έχουν όλη τη φλόγα της αγάπης
και του έρωτα μέσα τους.

Μοναχά ένα ζευγάρι μάτια ήθελα πάντα…
Και βρήκα τα δικά σου, τα καστανά.

Που τα ‘χουν όλα αυτά και τόσα ακόμα.
Που ‘ναι το κατάλληλο χώμα να φυτέψω την ψυχή μου ν’ανθίσει.
Τα βαθιά καστανά σου μάτια._