“Μ’εμπιστεύεσαι;”

Εμπιστοσύνη…
Ξέρεις, το να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους,
τους πολύ δικούς σου και τους λιγότερο δικούς σου,
το να εμπιστεύεσαι γενικά τον άνθρωπο,
στο μαθαίνουν οι άλλοι στο ρου της ζωής.

Κανείς δεν γεννήθηκε με προεγκαστεστημένη την ικανότητα να εμπιστεύεται ή την αντίστοιχη ανικανότητα.

Και θα σου πω ότι ήμουν πάντα ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, καλόκαρδος
και δοτικός.
Έτσι γεννήθηκα.
Και εμπιστεύτηκα πολύ στη ζωή μου.
Γιατί κι η εμπιστοσύνη, δόσιμο είναι.
Ατέλειωτο. Ανεκτίμητο. Ανυπολόγιστο.

Άλλους τους εμπιστεύτηκα λόγω του εξ’αίματος τίτλου και του ρόλου τους στη ζωή μου,
κι άλλους γιατί κατάφεραν να ξεγελάσουν
το ένστικτό μου, που τότε δεν εμπιστεύομουν όσο του έπρεπε…
Γιατί για να εμπιστεύεσαι ο,τιδήποτε δικό σου,
πρέπει να εμπιστεύεσαι εσένα ολάκερο πρώτα.
Και να σε αποδέχεσαι.
Και εγώ δεν μ’ εμπιστεύμουν.
Και δε μ’αποδεχόμουν. Τότε.
Γιατί, αυτοί που είχα εξ’ορισμού, εμπιστευθεί
με είχαν πείσει ότι ήμουν παράταιρη και ανάξια της αποδοχής.
Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήμουν εγώ η απαράδεκτη,
αλλά εκείνοι ανίκανοι να αποδεχτούν. Γενικά. Τον άνθρωπο.

Προδώθηκα πολλές φορές.
Πληγώθηκα περισσότερες.
Ακόμα κι από αυτούς που
εμπιστεύθηκα τυφλά από προεπιλογή.

Αν με ρωτάς,… δεν το ‘βαλα κάτω. Ποτέ.
Σε τίποτα στη ζωή μου.
Ως ανεξάντλητα ρομαντική που πιστεύει σε όλες τις τρυφερές αξίες μιάς άλλης εποχής και όλα τα σπάνια ιδανικά,
συνέχισα να πιστεύω ότι, σίγουρα, υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που αξίζουν να τους εμπιστευθείς.

Αλλά.. υπήρχε ένας όρος πια:
δε θα χάριζα σε κανέναν τίποτα.
Δεν θα με χάριζα. Σε κανέναν. Με τίποτα.
Γιατί, χάνοντας την τυφλή πίστη μου στους άλλους,
άρχισα να εμπιστεύομαι τυφλά εμένα.
Και να με αποδέχομαι.
Κι αυτό το ‘μαθα μόνη μου. Στο ρου της ζωής μου, κι αυτό.

Κλείστηκα στο καβούκι μου για λίγο.
Αλλά εγκλωβίστηκα εκεί μέσα.
Βγήκα έξω, ξεσκονίστηκα, σηκώθηκα πάνω.
Έκανα ένα βήμα πίσω και αποφάσισα
ότι αυτός που θέλει να τον εμπιστευθώ,
πρέπει και να αξίζει την εμπιστοσύνη μου.
Να την κερδίσει.
Και για να την αξίζει, πρέπει να τον δω
να καλύπτει το κενό που είχε δημιουργήσει μεταξύ μας
η μικρή, περίτεχνα από μένα φτιαγμένη, αποστασιοποίησή μου.

Και έρχεται μια ερώτηση σαν κροτίδα
στην απόλυτη ησυχία της νύχτας σου
που λέει: “Μ’ εμπιστεύεσαι;”

Κι απαντάς: “Απόλυτα ( γιατί έκανες όλα τα βήματα να καλύψεις το κενό που δημιούργησα, αλλά φοβάμαι, ακόμα λίγο)”._