Το έλαβα με mail. Το διάβασα μονορούφι. Έκλαψα πολύ.
Το μήνυμα που το συνόδευε ήταν :
” Ήρθε η ώρα να ξεράσω τον πόνο μου. Και επειδή σε διαβάζω καιρό, είσαι η πιο κατάλληλη να τα εμπιστευθώ. Ανέβασέ με στο blog σου, αν θέλεις. Σε ευχαριστώ. Σ. “
<< Δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα από τα παιδικά μου χρόνια. Όταν πολλά χρόνια αργότερα έκανα ψυχανάλυση, από δική μου ενσυνείδητη επιλογή πια, η ψυχολόγος μου είπε οτι τα έχω αποβάλλει από την μνήμη μου από άμυνα.
Θυμάμαι ελάχιστα σκηνικά. Αλλά θυμάμαι συναισθήματα.
Πόνος. Μοναξιά. Προσβολές. Πληγές. Κλάμμα.
Ορίστε μερικά απο αυτά που θυμάμαι…
Μέχρι να γεννηθεί η αδερφή μου, δεν έχω καμμία απολύτως ανάμνηση.
Ήταν ημερών εκείνη, όταν μετακομίσαμε, οι τρεις μας, στην επαρχεία για λόγους δουλειάς σου.
Ο πατέρας μας, για λόγους δικής του δουλειάς έπρεπε να μείνει στην Αθήνα.
Ερχόταν κάθε σαββατοκύριακο, αμέσως μετά το σχόλασμα από την δουλειά του και έφευγε αξημέρωτα Δευτέρας, όταν ακόμα κοιμόμουν. Γιατί αν έφευγε Κυριακή βράδυ και ήμουν ξύπνια, σπάραζα στο κλάμμα. Τον λάτρευα τον πατέρα μου. Τότε.
Την πρώτη άνοιξη στην επαρχεία, παίζοντας με ένα άλλο παιδί κυνηγητό, έπεσα και χτύπησα στον αριστερό γοφό μου. Με πήγατε στο νοσοκομείο και οι γιατροί είπαν ότι έχω θλάση μυών. Να μείνω στο κρεβάτι με βάρη κρεμασμένα στο πόδι και να σηκώνομαι συχνά.
Πόναγα. Έκλαιγα από τους πόνους. Στο σκληρό κρεβάτι δεν βολευόμουν και στο μαλακό στρώμα βούλιαζα. Πό-να-γα!
Με έβαζες να περπατάω μέσα στο σπίτι και εγώ σπάραζα.
Μου έλεγες: “Σήκω, δεν έχεις τίποτα. Επίτηδες το κάνεις για να μην πας σχολείο. Γιατί είσαι τεμπέλα. Σήκω. Τελείωνε!”
Και σηκωνόμουν και ας λύγιζα από τους πόνους.
Μετά από 10 μέρες πόνου, με βούτηξε ο πατέρας και ο Νονός μου και με πήγαν κατευθείαν στο Παίδων.
Στο φορείο ήμουν ακόμα, χωρίς καν να μου κάνουν ακτινογραφία και ο ορθοπεδικός είπε: ” Ποιά θλάση; το παιδί έχει ραγισμένη λεκάνη. Πρέπει να μπει στο γύψο κατευθείαν. Έχετε αργήσει ήδη πάρα πολύ.”
Ακόμα ακούω τη φωνή του και θυμάμαι ότι σκέφτηκα: “Επιτέλους, θα σταματήσω να πονάω!”
Και κάπως έτσι, χώθηκα στο γύψο από τον αφαλό μέχρι τον αστράγαλο στο αριστερό πόδι και μέχρι το γόνατο στο δεξί. Με ένα ξύλινο δοκάρι να σχηματίζει Α με τα πόδια μου, για να με ανασηκώνετε και να μου βάζετε πάπια.
Κρεβατωμένη 3,5 μήνες. Δεν παραπονέθηκα στιγμή. Δεν γκρίνιαξα ποτέ.
Το άγχος σου ήταν αν θα έχω βγει από το γύψο το Σεπτέμβρη για να πάω σχολείο.
Όχι αν πονάω. Όχι αν θα κουτσαίνω μετά. Όχι αν ζεσταίνομαι στο κρεβάτι μέσα στο κατακαλόκαιρο.
Όχι , όχι.. τίποτα από όλα αυτά. Μόνο αν θα χάσω σχολείο από Σεπτεμβρη.
Ε, πήγα τελικά το Σεπτέμβρη στο σχολείο, μετά από σειρά φυσικοθεραπειών γιατί είχα πάθει αγκύλωση στο γύψο τόσους μήνες…
(Δεν μου ζήτησες ποτέ συγνώμη που με πίεζες να σηκωθώ ενώ σου έλεγα ότι πονάω. Που δεν με πίστευες. Δεν μου ‘πες ποτέ ότι έκανες λάθος που μου ‘λεγες ότι είμαι τεμπέλα και παίζω θέατρο για να μην πάω στο σχολείο. Που με αμφισβητούσες.
Δεν είδα ποτέ στα μάτια σου συμπόνοια. Δεν πήρα ποτέ χάδι ζεστό. Ούτε από τα μάτια σου, ούτε από τα χέρια σου.)
Μετά κενό πάλι…
Ξαναθυμάμαι τον εαυτό μου στις τελευταίες οικογενειακές μας διακοπές… Κάπου στην Πελοπόνησο ήταν, με οικογενειακούς φίλους. Δεν θυμάμαι πολλά και πάλι. Μόνο ότι συνειδητοποίησα κάτι… Ο πατέρας μου είχε ήδη ερωμένη. Το αλκόολ…
Κενό πάλι…
Φτάνω στην Β’ Γυμνασίου… Πάσχα 1994. Είχες φύγει για κάποιες μέρες στο εξωτερικό. Με πήρες τηλέφωνο από κει που ήσουν και μου λες: “Θα γυρίσω στις 2”. Ποτέ δεν μου ‘πες αν εννοούσες 2 το ξημέρωμα ή το μεσημέρι. Θεώρησα ότι θα έρθεις με ταξί.
Εννοούσες ότι έπρεπε να σε περιμένουμε στο αεροδρόμιο με λουλούδια και σοκολατάκια, μάλλον. Α! και μπαλόνια.
Ήρθες στο σπίτι στις 15:00… Εκνευρισμένη με μένα που δεν κατάλαβα.
Μας βρήκες στο σπίτι της πεθεράς σου να τρώμε και σου ανάψαν τα λαμπάκια γιατί γύρισες μόνη σου, ενώ εμείς “τρωγοπίναμε”.
Και τί δεν άκουσα τότε. Ότι είναι ανεύθυνη, παρτάκιας, ψεύτρα, ότι δεν σε αγαπάω, δεν σε εκτιμάω, ότι είμαι απαίσια κόρη…
Τον άντρα σου τον βρήκες τύφλα στο μεθύσι, αλλά αυτό δεν σε ένοιαξε και τόσο, μάλλον. Είχες βρει ποιόν θα σταυρώσεις… το σύνηθες εύκολο θύμα σου, εμένα!
Μέχρι το βράδυ τσακωνόσασταν, φωνάζατε και σκίζατε τα πασχαλινά χάρτινα διακοσμητικά φαναράκια που είχες κρεμάσει στους πολυελαίους, πριν φύγεις. Εγώ είχα κλειστεί στο παιδικό δωμάτιο με την αδερφή μου και της έκλεινα τα αυτιά να μην σας ακούει. Και έκλαιγα. Και με κατηγορούσα ότι εγώ έφταιγα για όλα αυτά… Σαν τώρα το θυμάμαι.
Το ίδιο βράδυ αποφασίσατε να χωρίσετε… Ουσιαστικά, απαίτησες από τον άντρα σου να φύγουμε από ΄κείνο το σπίτι – γιατί από κάτω έμενε η πεθερά σου και θεωρούσες ότι αυτή ήταν το πρόβλημα στο γάμο σου.
Ο άντρας σου σου απάντησε: “Εγώ δεν φεύγω, αν θέλεις εσύ, μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε!”
Το μόνο που θυμάμαι από κείνη την νύχτα σαν εικόνα – από ήχους έχω τις φωνές…- είναι ότι με το που άκουσα ότι θα χωρίσετε… Δεν έκλαψα. Δεν στενοχωρήθηκα. Δεν παρακάλεσα να μην χωρίσετε.
Σηκώθηκα και μάζευα τα πράγματά μου. Και τις βρεφικές μου φωτογραφίες… λες και ήταν το μόνο υγιές κομμάτι μου και αυτό ήθελα μόνο να θυμάμαι.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μαζέψω τα πράγματά μου!
Και αυτό επίσης, το θυμήθηκα πολλά χρόνια μετά, κάνοντας ψυχανάλυση…
(Ακόμα και σήμερα, ταράζομαι όταν ακούω ανθρώπους να τσακώνονται. Και αγνώστους να δω στο δρόμο να λογομαχούν, σφίγγεται το στομάχι μου. Ποτέ δεν τσακώθηκα με κανέναν. Απλά αποχωρώ, αν χρειαστεί. Αλλά δεν τσακώνομαι. Δεν το αντέχω.
Α! Επίσης μισώ το Πάσχα και όλες τις γιορτές.)
Ακόμα και τουλάχιστον 10 χρόνια μετά το χωρισμό σας, εσύ μου ‘λεγες: “Πες στον μαλ@κα τον πατέρα σου” και εκείνος: “Πες στην ___( επώνυμο)”. Ποτέ δεν άκουσα “Πες στον πατέρα σου/στη μάνα σου”. Ποτέ. Πάντα υπήρχαν κοσμητικά επίθετα. Ποτέ δεν συνεννοηθήκατε μεταξύ σας χωρίς να με σφίγγετε στο άρρωστο γαϊτανάκι σας.
Αλληλοκατηγορίες, λάσπες, κακοήθειες…
Και εγώ το κατάμαυρο θλιμμένο περιστέρι που μετέφερε φιλτραρισμένα μηνύματα από τον έναν στον άλλον, για να σας προφυλάξω από την λύσσα που είχατε.
Αν και εσύ είχες διπλή δόση από δαύτην, για τον “πρώην” άντρα σου…
Σ’αυτά τα χρόνια εγώ ήμουν μετριότατη μαθήτρια.
“Είναι πανέξυπνη, αλλά δεν διαβάζει. Είναι εξαιρετικό παιδί με σπάνια ευγένεια, αλλά αδιάβαστη.”, έτσι έλεγαν οι καθηγητές μου.
Φυσικά δεν σκέφτηκες ποτέ ότι ζούσα σε εμπόλεμη ζώνη και δεν είχα μυαλό για διάβασμα.
Η έννοια μου ήταν πώς δεν θα τσακωθείτε με τον πατέρα μου. Πώς θα μπω ανάμεσά σας για να μην βριστείτε, άλλη μια φορά. Πώς θα σας προφυλάξω τον έναν από τον άλλον.
Ποτέ δεν ήμουν αποτελεσματική σε αυτό. Μήπως, λέω μήπως, γιατί δεν ήταν ρόλος που μου αναλογούσε;;;
Αυτά που έλεγες ήταν : “Είσαι άχρηστη, με ντροπιάζεις. Είσαι τεμπέλα, ούτε χέστρες δεν θα καθαρίζεις. Είσαι το πρόβλημα της ζωής μου, ό,τι πρόβλημα έχω, το δημιουργείς εσύ. Είσαι χοντρή, το μόνο που έχεις ωραίο είναι το πρόσωπό σου και αυτό γιατί μοιάζεις σε μένα. Όλα τα καταστρέφεις, δες πώς είσαι. Είσαι το κάκιστο παράδειγμα για την αδερφή σου, θα μου χαλάσεις και τη μικρή. Φύγε να μην σε βλέπω. Δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου.”
Και πολλά άλλα τέτοια … τρυφερά μαμαδίστικα!
Και κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου και έβαζα μουσική και έκλαιγα με τις ώρες. Έκλαιγα και δεν μίλαγα σε κανέναν. Κλεινόμουν εκεί μέσα και όταν έφευγες για δουλειά, πήγαινα και αγόραζα πατατάκια, σοκολάτες και ό,τι άλλο θα μπορούσε να μου γεμίσει έστω το στομάχι, αφού η ψυχή μου ήταν ένας χιλιοχτυπημένος και ξεσκισμένος σάκος του μποξ από σένα, και έτρωγα.
Έτρωγα και έκλαιγα. Και πάχαινα. Και έτρωγα. Και έκλαιγα.
Κενό…
Μάης 2002. Ξαφνικά, ο πατέρας μου μου ζητάει τα κλειδιά του σπιτιού του και μου λέει να μην τον ξαναπάρω τηλέφωνο. Ότι θα με παίρνει αυτός όποτε και αν θέλει.
Έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου.
Μα εγώ τον λάτρευα. Πώς μου το ΄κανε αυτό; Και γιατί;!
Από τότε που χωρίσατε, όλες τις γιορτές που εσύ και η αδερφή μου πηγαίνατε διακοπές στο εξωτερικό, εγώ μάζευα εμετούς από μεθύσια και έμπαινα στο αυτοκίνητό του, με εκείνον στο τιμόνι τύφλα, παρακαλώντας να μην σκοτωθούμε σε καμμιά στροφή.
(Ακόμα κάθομαι στον αέρα όταν οδηγεί κάποιος που δεν έχει ακόμα την εμπιστοσύνη μου. Ακόμα μου προκαλεί αφόρητο εκνευρισμό και θυμό, η όψη ενός μεθυσμένου. Ο βραδύς λόγος, οι μπερδεμένες συλλαβές, τα μισόκλειστα μάτια. Άμα δω μεθυσμένο, θέλω να τον χτυπήσω… )
Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε φυσικά και τις 3-4 μέρες κάθε εβδομάδας που έμενα στο σπίτι του, για να μην είναι μόνος του.
Όλη μου την εφηβεία την θυμάμαι με μία Eastpack στον ώμο να μοιράζομαι ανάμεσα στα σπίτια και στους αγεφύρωτους κόσμους σας.
Φυσικά με κατηγορούσες και οτι δεν θέλω να είμαι μαζί σας. Και δεν σας αγαπάω. Και ότι εγώ θέλω να ‘μαι με τον μ@λακα τον πατέρα μου που μεθοκοπάει και διέλυσε το σπίτι μας.
(ΤΟ ΠΟΙΟ;;;;;;;;;!!!!!!!!!)
Με εγκατέλειψε και αυτός. Επειδή έκανε σχέση με μια γυναίκα. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με το ότι έκανε σχέση.
Η ατάκα του “Λυπάμαι για την στάση σου, θεωρούσα ότι θα χαιρόσουν που φτιάχνω τη ζωή μου. Αλλά εσύ φέρεσαι σαν να σε είχα γκόμενα”… ασυγχώρητη.
Με εγκατέλειψε με αυτό το τρόπο, με πέταξε τόσο βίαια και απόλυτα μέσα σε ένα δίωρο, σε έναν καφέ, στο Δεληολάνη στη Φιλαδέλφεια.
Αυτός λοιπόν μου φέρθηκε σαν να ήμουν γκόμενα. Και μάλιστα της μιας βραδιάς. Και αυτό δεν θα του το συγχωρήσω ποτε. Όπως και κάποια άλλα που έκανε αργότερα εις βάρος μου.
Γύρισα θυμάμαι στο σπίτι σου… ΧΑ!
Σπίτι ΣΟΥ … ναι, γιατί μέσα σε άλλα, φρόντιζες να μου λες συχνά οτι όσο μένω στο σπίτι ΣΟΥ, θα κάνω ό,τι θέλεις εσύ. Ότι εσύ είσαι ο καπετάνιος και εγώ ούτε καν μούτσος…
Όταν γύρισα στο σπίτι σου, λοιπόν, μετά την συνάντηση με τον πρώην-πια-πατέρα μου, σας είπα τί έγινε. Ούρλιαζες. Έκλαιγες. Τον έβριζες. Εκείνον. Και η δεύτερη αντίδρασή σου ήταν να κατηγορήσεις εμένα που δεν τον ξεφτίλισα για αυτο που .. μας έκανε. Γιατί έπρεπε να τον τιμωρήσω. Και γιατί δεν το ‘κανα;; Δεν σέβομαι τίποτα;;
Μετά από αυτό το γεγονός, κατέρρευσα. Εκεί μου χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα η κατάθλιψη. Έφυγα για δουλειά εποχιακή για να μην σκέφτομαι.
Γυρνώντας το Σεπτέμβρη από την δουλειά, άκουσα να λες στο τηλέφωνο ότι παντρεύτηκε. Εκεί έπεσε ακόμα περισσότερο στα μάτια μου. Όχι γιατί παντρεύτηκε, αλλά γιατί και αυτό το ‘κανε κρυφά.
Βλέποντάς με ( ; ) να βουλιάζω μου είπες να παω σε ψυχολόγο. Στο πρώτο ραντεβού πήγαμε μαζί γιατί το ζήτησα εγώ.
Θεωρούσα ότι με πήγαινες εσύ εκεί, μέχρι που στην μέση της συνεδρίας η ψυχολόγος μου είπε: ” Κορίτσι μου, σταμάτα να κάνεις τη μαμά των γονιών σου. Είσαι το παιδί, όχι η μαμά. Ακόμα και σήμερα, εσύ έφερες τη μάνα σου εδώ, όχι εκείνη εσένα…”
Πόση αλήθεια μου ‘πε σε μια μόνο φράση, αυτή η γυναίκα!
Συνέχισα την ψυχοθεραπεία για 3 μήνες, μέχρι που με έπεισες ότι θα εξαρτηθώ και θα είμαι “πρεζόνι” της ψυχολόγου…
Έδιναν και έπαιρναν οι ατάκες του τύπου: “Να πεις στην σκατόγρια τη γιαγιά σου να σου πληρώνει την ψυχολόγο. Αυτή σε έφτασε εδώ.”
Το καλό νέο είναι ότι από ‘δω και κάτω δεν έχω κενά μνήμης… Το κακό είναι ακριβώς το ίδιο.
Η τελευταία σου κουβέντα όταν έφευγα από το σπίτι σου για να πάω να μείνω με τον τότε αρραβωνιαστικό μου ήταν: “Κοίτα να μην φανερώσεις τον κωλοχαρακτήρα σου σύντομα, γιατί θα σε στείλουν πίσω πακέτο.”
Το δώρο που μας πήρες για τον αρραβώνα ήταν οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού. “Για να έχεις τουλάχιστον τα βασικά όταν θα χωρίσεις.” Γιατί το είχες δεδομένο. Το δώρο σου ήταν η σανίδα σωτηρίας μου όταν θα χώριζα…
Δεν θα συνεχίσω από ‘δω και πέρα τί έγινε. Ξέρω όμως πια ότι τότε έφυγα ΚΑΙ για να σωθώ από σένα.
Και άργησα να γυρίσω γιατί φοβόμουν μην με τσαλαπατήσεις πάλι.
Ξέρω ότι εγώ η “άχρηστη”, έχω ανθρώπους που με εκτιμάνε βαθιά και με θαυμάζουν πολύ. Για όλη την πορεία μου. Γιατί βλέπουν και αναγνωρίζουν τί αγώνα έχω κάνει. Και ότι είμαι μαχήτρια. Από τη μέρα που γεννήθηκα, μάχομαι. Να μην με τσακίσεις, κυρίως.
Ξέρω ότι εγώ η “τεμπέλα”, δουλεύω πολύ και είμαι χρόνια τώρα οικονομικά ανεξάρτητη. Ζω μόνη μου. Συντηρούμαι μόνη μου. Δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν τίποτα.
Ξέρω ότι εγώ το “πρόβλημα της ζωής σου” είμαι ένα λουλούδι που κάθε μέρα ανθίζει.
Και ας με τσάκισες πολλές φορές.
Ξέρω ότι εγώ, η “χοντρή” έχω καταφέρει να τιμωρήσω, να ανοιγοκλείσω και να ξεχειλώσω το σώμα μου, μέχρι να αποφασίσω ότι μου αξίζει να με αγαπήσω.
Ξέρω ότι εγώ η “όλα τα καταστρέφεις, δες πώς είσαι”, στέκω ως άνθρωπος. Απόλυτα. Και προσπάθησα πάρα πολύ για αυτό. Μού’δωσες, βλέπεις όλες τις προδιαγραφές να μην τα καταφέρω. Αλλά, εγώ τα κατάφερα!
Ξέρω τέλος, ότι εγώ το “χείριστο παραδειγμα για την αδερφή μου”, κατάφερα να έχω την δική μου ισάξια πορεία με την δική της, της οποίας η αρχή ήταν, αντικειμενικά, πιο στρωτή. Να μην τη ζηλέψω ποτέ, να την λατρεύω πάντα και να την καμαρώνω μόνιμα.
Επίσης, να με λατρεύει και να με καμαρώνει και εκείνη. Όχι μόνο για την πορεία μου, αλλά και για την μεγαλοψυχία μου να την αγαπώ τόσο (λες και μου ΄κανε εκείνη κάτι) και … να σου μιλάω ακόμα.
Προσφατα θυμήθηκα ότι το αγαπημένο μου τραγούδι στην εφηβεία μου ήταν το “Μην με συγκρίνεις, μάτια μου, δεν γίνομαι, δεν μοιάζω” με ερμηνεύτρια την Γαρμπή. Όταν όλοι οι συνομήλικοί μου άκουγαν για αγάπες και έρωτες.
Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα μου ούρλιαζα :
“ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ!”
Αυτό μόνο.
Και θα μου ‘δινα όλα τα μπράβο που εσύ δεν μου ‘πες ποτέ. Και που ακόμα τα ψάχνω. Όχι από σένα πια. Ξέρω ότι δεν μπορείς να επιβραβεύσεις κανέναν.
Και θα με αγκάλιαζα με τεράστια αγκαλιά, να νιώσω ασφάλεια, όπως εσύ δεν έκανες ποτέ. Ακόμα ψάχνω το λιμάνι μου, να νιώσω ασφάλεια. Θα το βρω.
Και θα με άκουγα, όπως εσύ δεν με άκουσες ποτέ. Ξέρω ότι εσύ δεν θα με ακούσεις, όσο και να μιλήσω. Διάλεξα άλλη “οικογένεια” που μπορεί και θέλει με ακούει.
Και θα με αγαπούσα, όπως εσύ δεν μπορείς να αγαπήσεις.
Γιατί δεν έχεις αγαπηθεί.
Αλλά, ξέρεις κάτι;
η μαγκιά είναι να γίνεσαι δότης αγάπης, και ακόμα και χωρίς να έχεις αγαπηθεί, να γίνεσαι γεννέτης αυτής.
Να έχεις τα κάκ@λα να μετατρέπεις το κακό, σε καλό και αυτό να το μεταφέρεις στον επόμενο της αλυσίσας.
Και εγώ αυτό είμαι.
Μετατροπέας του κακού σου σε καλό μου.
Ένα πλάσμα τόσο διψασμένο για αγάπη, αλλά ταυτόχρονα, τόσο και άλλο τόσο, κιμπάρης γεννέτης, δότης και εκφραστής της σε όποιον την έχει ανάγκη.
Γιατί εγώ ξέρω να αγαπάω και ας μην αγαπήθηκα ποτέ.
Από σένα.
Και εκεί στην βγήκα, μάνα. Εγώ θα αγαπηθώ. Αργά ή γρήγορα. Θα αγαπηθώ. Πολύ.
Γιατί έκλεισα τις πληγές που μου άνοιγες επί χρόνια, και ας φαίνονται οι ουλές ακόμα, και ας “τραβάνε” καμμιά φορά, όταν αλλάζει ο καιρός…
Όπως και να έχει, έγινα αξιαγάπητη.
Και θα αγαπηθώ. Γιατί μου αξίζει. >>
Δίδυμος με Δίδυμο. Ξεκάθαρο πρόβλημα. || Εθίζομαι σε μυαλά, βλέματα, μυρωδιές, στιγμές και συναισθήματα. Όλα τους ηλεκτρώδη. || Αν δεν είχα χιούμορ, θα ‘χα τουλάχιστον ισόβεια κάθειρξη στην πλάτη. || Πεισματάρα μέχρι αηδίας, αρρωστημένα φιλομαθής, λάτρης της αλήθειας και υπερασπίστρια της ατομικής ελευθερίας. || Μπορώ να δεχτώ ακόμα και ότι το φεγγάρι είναι τετράγωνο, αρκεί να μου το αποδείξεις. || Συνηθέστερα ξεστομίζουσα ερώτηση: Γιατί; || Αν η ζωή μου χώραγε σε μια φράση, αυτή θα ήταν : Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει η ιστορία μου, αλλά δεν θα γράφει ΠΟΥΘΕΝΑ “τα παράτησε”.