Κάτι δύσκολα βράδια…

Είναι κάτι δύσκολα βράδια,
που σκέφτεσαι και σκέφτεσαι…
Κι άκρη δεν βγάζεις.
Που μένεις με πολλά “γιατί” πονεμένα,
μπανταρισμένα και παραπονεμένα.
Με όνειρα μισά. Με ένα μούδιασμα στην καρδιά. Με μάτια υγρά και ψυχή θεόξερη.

Είναι κάτι βράδια που κλείνουν δύσκολες μέρες.
Κάτι ατελείωτες μέρες που δεν θυμάται το μυαλό σου ακριβώς πότε ξημέρωσαν. Κάπως λίγο μπερδεύεις το χθες με το σήμερα. Σαν να μην έχει και τόση σημασία τι έγινε χθες και τι σήμερα…

Είναι κάτι βράδια που συνειδητοποιείς ότι, μετά από ό,τι έχεις περάσει και ξεπεράσει,
υπάρχει ακόμα κάτι που μπορεί πραγματικά να σε τσακίσει: το να μη μπορείς να πάρεις εσύ τον πόνο των λιγοστών ανθρώπων που λατρεύεις. Παρόντων κι απόντων.
Τι σημασία έχει πού βρίσκονται, αν εσύ έχεις ακόμα μια θέση για εκείνους μεσα σου;
Να πάρεις τον πόνο τους πάνω σου,
να τον ρουφήξεις μέσα σου,
να τον εξαϋλώσεις.
Να τους δώσεις λύση ή
να τους λυτρώσεις.
Δεν είναι ότι το θέλεις γιατί σε θεωρείς πιο δυνατό από εκείνους,
είναι που ρημάζεις να τους νιώθεις να πονάνε. Κι αυτό, όχι, δεν το αντέχεις.

Είναι κάτι δύσκολα βράδια που σκέφτεσαι ότι η ζωή σου αλλάζει. Πάλι.
Ότι ό,τι έχτιζες τα τελευταία χρόνια,
πάλι καλείσαι να του αλλάξεις δομή, μορφή, τόπο, τίτλο, χρόνο.
Πολλές οι αλλαγές.
Κι εσύ κάπως κουράστηκες πια.

Είναι κάτι δύσκολα βράδια που,
μέσα στη βουβαμάρα της ψυχής σου,
ακούς μόνο τον ήχο του ρολογιού που προχωράει
κι, αναπόφευκτα σου θυμίζει ότι η ζωή κυλάει. Κι ότι εσύ οφείλεις όσο αναπνέεις, να είσαι παρών, τουλάχιστον, στην δική σου.

Είναι κάτι δύσκολα βράδια…
Βουτηγμένα σε μια περίεργη μοναξιά με τους ελάχιστους λατρεμένους σου εδώ,
αλλά στο “εδώ” του μυαλού σου.
Σαν κυρίαρχες σκέψεις σε όλο σου το “είναι”.
Είναι κάτι δύσκολα βράδια,
σχεδόν ανυπόφορα…

Αλλά, στην εκκωφαντική σιωπή της νύχτας,
όσο ακούς το τικ-τακ του ρολογιού,
ξέρεις ότι έρχεται η επόμενη μέρα.
Και με όση δύναμη έχεις,
ελπίζεις, μόνο, ότι η αυριανή θα είναι καλύτερη. Ή εσύ πιο ξεκούραστος._