Θυμός…
Δεν σου κρύβω ότι googlαρα να βρω την ακριβή ετυμολογία της λέξης.
Ως θυμός, λοιπόν, ορίζεται το ισχυρό αίσθημα δυσαρέσκειας ή εχθρότητας και η έντονη αίσθηση μίσους και αντιπάθειας απέναντι σε κάποιον ή κάτι που μας επηρεάζει αρνητικά και μπορεί να προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις.
Αλλά, να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτό.
Για μένα, ο θυμός είναι αλυσιδωτή αντίδραση.
Έπεται των πολλών απανωτών μικρών αλλά ανάκουστων, που δεν εισακούστηκαν δηλαδή, λογικών παραπόνων και προηγείται μιας αντίδρασης που θα σου εξηγήσω παρακάτω…
Δεν θυμώνω εύκολα. Νομίζω ότι οι φορές που έχω θυμώσει, στ’αλήθεια, δεν ξεπερνάνε σε πλήθος τα δάχτυλα του ενός χεριού μου.
Πρέπει πραγματικά να με φτάσεις στα, αντικειμενικά πολύ … ελαστικά, όριά μου. Μπορεί να φαίνομαι νευρική, αλλά παράλληλα έχω άπειρη υπομονή.
Βασική προϋπόθεση για να θυμώσω είναι να σ’ έχω ήδη στέψει πολύ σημαντικό για μένα. Αν δεν είσαι εστεμμένος μου, δεν με νοιάζει καν (πια).
Ωστόσο, όπως όλα τα συναισθήματά μου, έτσι και τον θυμό, τον βιώνω απόλυτα και υπερβολικά. Καθηλωτικά και χειμαρρωδώς.
(Πάντα με έλεγες υπερβολική για να με πειράξεις και γελάγαμε, θυμάσαι; )
Αυτά που μπορούν να προκαλέσουν τον θυμό μου είναι πολύ συγκεκριμένα πράγματα.
Να με προσβάλλεις ή να με μειώσεις.
Να με αδικήσεις. Εμένα ή την προσπάθειά μου να συνυπάρξουμε αρμονικά.
Να μου πεις ή να υπονοήσεις ότι κάνω κάτι που εγώ έχω καταβάλλει υπερβάλλοντα κόπο να μην κάνω.
Να με αγνοείς ή (να δείχνεις να) μην ακούς τις πολύ θεμελιώδεις ανάγκες μου, οι οποίες, αλήθεια, είναι ελάχιστες σε πλήθος.
Να είσαι αδιαπραγμάτευτα αμετακίνητος και απόλυτος σε κινήσεις που με πονάνε βαθιά.
Να μην είμαι πρώτη σου προτεραιότητα, μετά τον εαυτό σου φυσικά.
Να μου δείξεις ότι με θεωρείς δεδομένη κι ότι ό,τι και να κάνεις θα είμαι εκεί.
Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι όταν θυμώνουν,… φωνάζουν, ουρλιάζουν, κλαίνε, κατηγορούν και προσβάλλουν τον θύτη (ας τον πούμε έτσι) του θυμού τους, προσδοκώντας την εκτόνωσή του.
Αλλά εγώ δεν λειτουργώ καθόλου έτσι.
Εγώ κλείνομαι στον εαυτό μου και δεν μιλάω πια.
Δεν έχω τίποτα να σου πω ή δεν θέλω να σου πω τίποτα.
Τα συναισθήματα κάνουν ατσούμπαλη τραμπάλα μέσα μου: Την μία στιγμή θέλω να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου και την αμέσως επόμενη θυμάμαι πόσο σε θέλω στην ζωή μου.
Στη μια ανάσα θέλω να σε πετάξω έξω από την καρδιά μου κλωτσηδόν και στην επόμενη πονάει η καρδιά μου από το βίαιο ξερίζωμα που προσπαθώ να της κάνω.
Το ένα λεπτό θέλω να εξαφανιστώ και το αμέσως επόμενο δεν θέλω να φύγεις.
Όταν θυμώνω, το βιώνω τόσο ολοκληρωτικά που αυτοτιμωρούμαι, ως φύσει αυτοκαταστροφική.
Δεν τρώω. Δεν κοιμάμαι. Δουλεύω ακατάπαυστα. Καπνίζω σαν τζάκι το χειμώνα. Δεν μιλάω.
‘Οταν θυμώνω, το σωματοποιώ.
Ασχημαίνει το πρόσωπό μου. Από την πίεση, λες και τραβιέται όλο πίσω.
Τα μάτια μου πετάνε φωτιές ή … πνίγονται σε πλημμύρες, εναλλάξ.
Αλλάζει η όψη μου. Αγριεύω.
Όταν θυμώνω, παγώνει η καρδιά μου.
Το νερό, λένε, γίνεται πάγος στους μηδέν βαθμούς Κελσίου. Η καρδιά δεν ξέρω στους πόσους παγώνει, αλλά η δικιά μου νιώθω ότι πέφτει σε χαμηλότερους βαθμούς από μια μέση ανθρώπινη ζώσα καρδιά.
Και ο πάγος, αν δεν τον λιώσεις άμεσα ή δεν τον προσέξεις και σπάσει, κόβει σαν λεπίδα. Σφάζει. Αιμορραγείς. Πονάς αβάσταχτα.
Εκείνη την ώρα που, πια, δεν μιλάω και η καρδιά μου είναι στους μείον άπειρους βαθμούς, πρέπει να δράσεις άμεσα, αν φυσικά σ΄ ενδιαφέρει να τη σώσεις.
Γιατί η καρδιά μου ρίχνει την θερμοκρασία σε όλο μου το “είναι” σταδιακά αλλά τάχιστα, ακολούθως παθαίνω ολική υποθερμία και τελικά πέφτω σε κώμα.
Και μετά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν νιώθω τίποτα. Δεν ακούω τίποτα. Δεν με νοιάζει τίποτα. Δεν αντιδράω σε τίποτα.
Τρομακτικό;! Είναι. Έχεις δίκιο…
Τώρα θα μου πεις.. πώς να δράσω; τί να κάνω για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα;
Δύσκολο το να σου απαντήσω, γιατί αλήθεια δεν ξέρω τί θέλω όταν είμαι θυμωμένη. Είναι η μόνη περίπτωση πια που, αν καταφέρεις να σου μιλήσω, θα σου πω : “Δεν ξέρω τί θέλω.”
Δεν μπορώ να διαχειριστώ την πιεστική παρουσία, ας πούμε, αλλά κι η απουσία σου θα μονοδρομήσει το φευγιό μου.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω ότι το μόνο που μπορεί να ξεπαγώσει την καρδιά μου εκείνη την ώρα είναι μόνο μια παχιά, αλλά ελαφριά, χειμωνιάτικη κουβέρτα. Αυτή της υπομονής και της αγάπης σου.
Να δείξεις, δηλαδή, την υπομονή που κατανάλωσα εγώ μέχρι να φτάσω σ’ αυτό το σημείο ΚΑΙ να μου δώσεις αγάπη.
Η υπομονή είναι ο επιβλέπων γιατρός και η αγάπη σου είναι το φάρμακο.
Γιατί, αλήθεια όταν θυμώνω, αρρωσταίνω, νοσώ και χρειάζομαι βοήθεια… ή λίγο χρόνο να σε ξεγράψω.
Όταν θυμώνω, νιώθω επίσης σαν θηρίο στο κλουβί. Όπου κλουβί, ο θυμός.
Και προσπαθώ τόσο να βγω… Με νύχια και με δόντια.
Βρυχώμαι σαν πληγωμένο αγρίμι και ουρλιάζω σαν λύκος που έχασε την αγέλη του, σε πανσέληνο.
Τα νύχια μου, όσο κι αν προσπαθώ να σπάσουν το κλουβί, τελικά, πληγώνουν εμένα. Γιατί δεν τα αφήνω να πληγώσουν εσένα.
(Ακόμα και στον πόνο μου, παραμένω προστατευτική)
Πονάω τόσο, όμως!
Παρακαλάω να βγω, αλλά το κλειδί δεν το ΄χω εγώ…
Συνεχίζω να χτυπιέμαι όμως. Προσπαθώντας πέφτω, πάντα.
Κι αν ένιωσες άβολα που με θύμωσες, μην επιτεθείς αμυνώμενος.
Σεβάσου και αναγνώρισε ότι κανένας άνθρωπος δεν σου δώθηκε ποτέ με τόσο καθαρογραμμένο λυσάρι, όπως εγώ.
Δείξε μου υπομονή και λίγη αγάπη παραπάνω, να επανέλθει η καρδιά μου στην θέρμη που της πρέπει.
Στην θέρμη που μας πρέπει._
Δίδυμος με Δίδυμο. Ξεκάθαρο πρόβλημα. || Εθίζομαι σε μυαλά, βλέματα, μυρωδιές, στιγμές και συναισθήματα. Όλα τους ηλεκτρώδη. || Αν δεν είχα χιούμορ, θα ‘χα τουλάχιστον ισόβεια κάθειρξη στην πλάτη. || Πεισματάρα μέχρι αηδίας, αρρωστημένα φιλομαθής, λάτρης της αλήθειας και υπερασπίστρια της ατομικής ελευθερίας. || Μπορώ να δεχτώ ακόμα και ότι το φεγγάρι είναι τετράγωνο, αρκεί να μου το αποδείξεις. || Συνηθέστερα ξεστομίζουσα ερώτηση: Γιατί; || Αν η ζωή μου χώραγε σε μια φράση, αυτή θα ήταν : Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει η ιστορία μου, αλλά δεν θα γράφει ΠΟΥΘΕΝΑ “τα παράτησε”.