Ανθεκτική, όχι άθραυστη.

Ξέρεις…
Δεν γεννήθηκα ανθεκτική.
Αναγκάστηκα να γίνω.
Γιατί δεν υπήρξε ποτέ κανείς
αρκετά ικανός ή απόλυτα παρών
για να με προστατέψει.
Γι’αυτό.

Και ανέλαβα διπλό βαρύ ρόλο.
Να προστατεύω τους πάντες αλλά και να αυτοπροσταστεύομαι.
Σκληραίνοντας. Υποβάλλοντας τον εαυτό μου σε σκληρές διαδικασίες.
Πολλές φορές, με έφτασα στα όριά μου.
Μα τα όρια είναι ύπουλο πράγμα.
Όσο τα τραβάς, τόσο ανοίγουν.
Σαν λάστιχο.
Που, όμως, μια μέρα σπάει και το τρως στη μούρη. Με φόρα.
Πόσο τσούζει να τρως το λάστιχο στη μούρη, ξέρεις;!

Άργησα πολύ να με συμπονέσω,
άργησα πολύ να με αγαπήσω,
άργησα πολύ να πω “φτάνει, δεν τα αντέχεις όλα. Δεν χρειάζεται να τα αντέχεις όλα.”
Άργησαν πολύ να με συμπονέσουν.
Άργησαν πολύ να με αγαπήσουν.
Άργησες πολύ να βρεθείς εσύ να μου πεις “φτάνει, δεν τα αντέχεις όλα. Δεν χρειάζεται να τα αντέχεις όλα.”
Δεν άφησα, σχεδόν, κανέναν να δει
την ευάλωτη ροζ πλευρά μου.
Γιατί πάντα είχα κι από αυτήν.
Αλλά εσύ, μ’ένα τρόπο, την είδες
και την έφερες στην επιφάνεια.

Ξέρεις, το μέταλλο για να σκληρύνει,
μπαίνει πολλές φορές στη φωτιά,
χτυπιέται με δύναμη, πολλές φορές από τον σμιλευτή του.
Καίγεται, λιώνει, χτυπιέται.
Ξανακαίγεται, ξαναλιώνει, ξαναχτυπιέται.
Και μετά γίνεται ανθεκτικό.
Όχι όμως άθραυστο.
Όλα έχουν το σημείο θραύσης τους.
Το ίδιο κ εγώ.

Ανθεκτική,
μα όχι άθραυστη._